Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2014





διαβάζοντας απο τον Καπεταν Μιχαλη του Καζαντζακη..







"Είχε στυλώσει τα μάτια του ο Καπετάν Μιχαλης κ κοιταζε..
το αλογο περνουσε από  μπροστά του, ναζλίδικο, 
σπαρταριστό με όρθιο λυγερολύγιστο λαιμό, 
σα μαύρος κύκνος. 
Στράφηκε είδε τον καπεταν Μιχαλη, το ματι του επαιξε, τον γνωρισε , κοντοστάθηκε μια στιγμη κ χλιμιντρισε. Εκαμε ένα βημα ο καπεταν Μιχάλης , δεν κρατιόταν πια, εκανε άλλο ένα. Ζύγωσε το άλογο, η απαλάμη του λαχτάρισε να το αγγίξει, 
να νιώσει τη ζεστασια του κορμιου του, 
να γεμίσει αφρους η φούχτα του… 
Απλώθηκε η βαριά απαλάμη του Καπεταν Μιχάλη στο μουσκεμενο φαρδυ στήθος με το γιορντάνι κ τις γαλαζόπετρες.. χαιδεψε αρπαχτα το λαιμό, τα ρουθούνια , το κούτελο, 
χωθηκε μεσα στην ογρή χαίτη, 
σούρθηκε αχόρταγα, λαχταριστά στη ράχη, στα καπούλια, κατέβηκε στην αχνιστή κοιλιά, δεν χόρταινε, 
θαρρείς κ ήθελε η απαλάμη ετουτη να φαει το άλογο.
Και το περήφανο χαριτωμένο θεριό αναλύγιζε το λαιμο κ χαίρουνταν αχορταγο κι αυτό, το πολυκάτεχο χάδι του αντρούς.
Γυρισε το μεγαλο του χνουδωτο ματι, τον κοιταξε κ με τα ρουθουνια του χαδεψε κι αυτό το σκυμμένο κεφάλι κι αναφρούμαξε φυσώντας απάνω στ’αντρίκια μαλλιά τη ζεστή ανάσα. 
Κι άξαφνα για να παιξει πήρε με τα’ακραχείλια του το μαύρο μαντήλι του καπετάν Μιχάλη, το σήκωσε αψηλά, το τιναξε στον αγέρα κ δεν ηθελε πια να του το δωσει. Κόχευε το αλογισιο ματι, παιχνιδιάρικο τον μαυρογένη μπροστά του, κι αυτος ενιωθε την καρδια του να λιώνει, ποτέ το μάτι του δεν κοιταξε με τοσο καμάρι άνθρωπο. 
Αρχισε να του μιλάει χαιδευτικα, σιργουλευτα κ το άλογο χαμήλωσε το λαιμό σα ναθελε να ακουσει, κ τριβουνταν χαδολογούμενο απάνω στους αντρικούς  ώμους.  Απλωσε ο καπεταν Μιχάλης το χέρι του πεταχτά , αρπαξε από ταχειλια του αλογου το μαντιλι του κ το τύλιξε πιτσιλισμενο με αφρους όπως ηταν στα μαλλια του.."

 

 
.. κι ας είναι έτσι πάντα το σμίξιμο
ανάμεσα σε έναν αντρα κ μια γυναίκα..



 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου