Τετάρτη 16 Μαΐου 2012

16/5





Η θεία μου η Μαρία.. όταν ήμασταν μικρά.. κ μπαίναμε στη θάλασσα
στεκόταν στην άκρη της παραλίας κ μας φώναζε να προσέχουμε..
Λες κι αντί για καλοκαιρινό κολύμπι θα ανοιγόμασταν στο πέλαγος
σε βάθη απύθμενα κ σε μαύρα νερά.. Τότε τσαντιζόμασταν γιατί
μόλις είχαμε βάλει το καινούργιο μαγιό, ήμασταν 12 κ το παίζαμε
μεγάλες... Κι όμως τα ταξιδέψαμε τελικά κ τα βάθη κ τα σκοτάδια..

Η θεία μου η Μαρία μεγάλωσε σε νησί αλλά φοβόταν τη θάλασσα..
Κάθε καλοκαίρι που κατεβαίναμε με το πλοίο, σαν έπαιρνε στροφή
στον Καβο Ντόρο κι άρχιζε να κουνάει έτρεμε σαν το ψαράκι..
Κι όμως δεν έφυγε από πνιγμό..
Απλώς η καρδιά της αποφάσισε ότι δεν ήθελε πια να χτυπά.

Η θεία η Μαρία κάθε πρωτοχρονιά έφτιαχνε ένα τεράστιο
τραπέζι στο σπίτι της να γιορτάσει το θείο μου το Βασίλη.
(Μεγάλος έρωτας οι δυο τους,
καυγάδες, παθος, αγάπη.. όλα!)
Θυμάμαι μια πανδαισία από μεζεδάκια φτιαγμένα με αγάπη..
Τα πιατάκια το ένα δίπλα στο άλλο να μας περιμένουν.. :)
Μυρωδιές.. Οι κουβέντες των μεγάλων που πάντα μου άρεσαν
να κρυφακούω..
Και μετά οι άντρες το τσουζανε.. κι γινόντουσαν
κοκκινα τα μαγουλα του θειου κ μεγάλωνε η έκταση
του χαμόγελου στο προσωπο κ έλεγε
"Η Μαρία μου κ εγώ είμαστε Αντρας με Γυναίκα"...
Χαχανιζε ολη η παρέα, γιατί ξέραμε πως όταν το έλεγε
ήταν σίγουρο πως ήταν πια μεθυσμένος.
Κι όμως.. Σοφά τα έλεγε ο θείος. Ελεγε τη μεγαλύτερη
και ομορφότερη Αλήθεια που δένει ενα ζευγάρι.

Σήμερα ο θείος μου έκατσε στην άκρη της παραλίας,
κ της έκανε ένα νεύμα να παει να τον βρει.
κολύμπησε η θεία μου, άφοβα για μια κ  μοναδική φορά
κι έφτασε στα κόκκινα μαγουλάκια του Βασίλη της
και ξανασμιξαν πάλι

και εγώ εδώ απόψε θέλω να ξεχάσω όλες τις ασκήμιες
που είδα
να υπερασπιστώ για μια ακόμη φορά την ομορφιά
και να τους πως οτι
όλες τις ωραίες ιστορίες που μου διήγηθηκαν θα τις θυμάμαι
κ θα τις λέω όσο ζω

γιατί έτσι ρε φίλε
παραμένουν
οι ανθρωποι ζωντανοι
κι αν τους αφήσεις να πεθάνουν
πεθαίνει μέσα σου κ εκείνο
το κομμάτι της υπαρξής σου
που τους αναλογεί..
πεθαίνεις λίγο και εσυ.



Πέμπτη 3 Μαΐου 2012

Διοδια







Στον κόσμο που γεννήθηκα τα βρήκα όλα γραμμένα
πάνω σε βλέφαρα κλειστά σε χείλη σφραγισμένα
γυναίκα τρυγεί την ζωή με βυσσινιά πορφύρα
δεν έχει ο μόνος πέρασμα ήλιο δεν έχ' η μοίρα

Πόσες φωτιές στα πέλαγα πόσοι ξενιτεμένοι
ήταν για τα διόδια κι όχι για την Ελένη
στης λησμονιάς το μαγαζί μάτια κεριά σβησμένα
άμα δε λιώσουμε μαζί πως θες να γίνουμ' ένα;

Στον κόσμο που γεννήθηκα δε χάραξα πορεία
τσιγάρο μ' ανεμόχαρτο στρίβω στα πρακτορεία
να δω τον ήλιο ανάστροφα και τ' άστρα ζαλισμένα
να σταματήσω τη στιγμή με τα φτερά ανοιγμένα